- στίμα
- η, ΝΜφρ. «βιβλίο(ν) τής στίμας»(κατά την φραγκοκρατία, στα νησιά τού Αιγαίου) κατάστιχο καταγραφής τών κτημάτων με την αξία τους και τον καταβλητέο φόρονεοελλ.1. εκτίμηση, υπόληψη, στιμάρισμα («στο χωριό του δεν τόν έχουν σε στίμα»)2. ναυτ. η αναμέτρηση.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. stima (πρβλ. στιμάρω)].
Dictionary of Greek. 2013.